Ο Νίκου είναι ένας σύγχρονος ζωγράφος με κλασική παιδεία και πλούσια εκφραστική γλώσσα. Οι συνθέσεις του, ακόμη και οι καθαρά ιστορικές, αν και κατά κανόνα αναφέρονται στο χώρο του υπερ-πραγματικού, δεν ακολουθούν κατά γράμμα επιταγές του Σουρρεαλισμού όπως ο αυτοματισμός και η εκμετάλλευση του τυχαίου. Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει ότι κατέληξε συνειδητά σ’έναν προσωπικό και καλά οργανωμένο συμβολισμό, που προυποθέτει τον αυστηρό έλεγχο του σχεδίου και τη σκηνοθεσία των ενοράσεων: «Ούτε μια πινελιά δεν είναι τυχαία, δεν πιστεύω στο τυχαίο.
Για τη δημιουργία κάθε έργου μου, έχει, παράλληλα με τη σύλληψή του, ολοκληρωθεί η ενορχήστρωση των εκφραστικών μέσων, σχέδιο – χρώμα – μορφή, όπου τον κυρίαρχο ρόλο έχει το σχέδιο: η αρμονική διαίρεση του χώρου σε μορφές και σχήματα». Παρ’όλα αυτά ο Νίκου ευθυγραμμίζεται με τους σουρρεαλιστές όσον αφορά την ιδιαίτερη αγάπη του για τη γυναίκα και μάλιστα τη μοιραία γυναίκα, τη γυναίκα κατακτητή. Αρκεί κανείς να δει τη σειρά Άγγελοι για να διαπιστώσει πως η αθωότητα μεταμορφώνεται σε πάθος, λαγνεία και σκληρότητα πριν καταλήξει στην κάθαρση, στοιχεία της γέννησης που καθορίζουν τη γυναικεία φύση και καθρεπτίζονται σ’αυτή.
Στον κόσμο που πλάθει, ο χρόνος έχει σταματήσει και κάθε στοιχείο του έργου-άψυχο ή έμψυχο-παίζει το ρόλο που ο «σκηνοθέτης» του έχει υποδείξει, με στόχο να συμπαρασύρει το θεατή. Ανθρώπινα πάθη, ερωτικά και αστρικά σύμβολα συμπλέκονται, εξωκοσμικές δυνάμεις του Καλού και του Κακού, Άγγελοι και Δαίμονες, Ιππότες και μεσαιωνικοί βασιλιάδες. Θύματα και θύτες εξιστορούν την παρακμή των εγκοσμίων. Με απορριπτική ματιά, από τότε που εγκατέλειψε το άστυ για κάτι πιο γνήσιο –τη ζωή και δημιουργία σ’έναν χώρο μέσα στην φύση – με διάχυτο το χιούμορ, που τον χαρακτηρίζει και στην καθημερινή του ζωή και στα έργα του, αγγίζει τα όρια της ειρωνείας, χορτασμένος επιπλέον από τις διαδρομές του στην Τέχνη αλλά και από εμπειρίες ζωής, ο Νίκου μεταδίδει όχι μόνο προσωπικά αλλά και συμπαντικά μηνύματα.
Η ζωγραφική του, οργανωμένη σε ενότητες (παγανιστικά θέματα, ζωδιακός κύκλος, Μεσαίωνας, μυθολογία, παραμορφώσεις, άγγελοι κ.α.) και σήμερα με νέο πρόσωπο μέσα από τις μουσειακών διαστάσεων ιστορικού περιεχομένου συνθέσεις του, δύσκολα, όπως τονίστηκε, θα χαρακτηριζόταν αμιγώς σουρρεαλιστική. Με δεδομένο ότι η σουρρεαλιστική ζωγραφική παλινδρομεί χωρίς να παγιώνεται και αναπτύσσεται σε πάμπολλους διαφορετικούς τύπους συγκροτώντας ένα γοητευτικό σύνολο από προτάσεις, πειραματισμούς και επιτεύγματα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Νίκου επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε έναν ιδιότυπο Σουρρεαλισμό, που δεν θα πρέπει ίσως να ενταχθεί στα στενά πλαίσια ούτε του Μαγικού, ούτε του Φανταστικού Ρεαλισμού.
«Είναι κάτι σαν άγρυπνη συνείδηση, που προκειμένου να εμπλουτίσει τη ζωή, ανασκάπτει όσα εδάφη εκτείνονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο θαυμαστό κόσμο του παραλόγου». Στο έργο του άλλοτε εμφανίζεται να συμπάσχει και άλλοτε να ενεργεί ως εξωτερικός παρατηρητής, ένας ψυχρός σαρκαστής και συχνά χλευαστής της υπέρβασης, την οποία ωστόσο συνειδητά επιλέγει να υπηρετεί κινούμενος στο χώρο του υπερ-πραγματικού. Ίσως γιατί τον Σουρρεαλισμό τον βιώνει, δεν του αντιστέκεται αλλά και δεν τον προκαλεί ακόμη κι όταν αυτοπροσωπογραφούμενος συμμετέχει στις πολυπρόσωπες συνθέσεις του. Το σχέδιο του είναι δυναμικό και λειτουργικό, ενώ το χρώμα, μεστό και συμβολικό, δίνει την αίσθηση του απόκοσμου. Οι συνθέσεις του είναι σκηνοθετημένες παραστάσεις, με μορφές που ξεπηδούν από το Δάντη, τη Βίβλο, και από την κλασσική λογοτεχνία γενικότερα, επενδυμένες με «ήχους» αναγεννησιακούς που πλημμυρίζουν το μυστηριακό, γεμάτο ανησυχία τοπίο. Μια συνύπαρξη αβρότητας και ωμότητας, αρμονική επιφανειακά, μια κατάσταση έτοιμη να εκραγεί και να μας συμπαρασύρει.
Τα πρόσωπα των έργων του ανακυκλώνονται και αποκτούν τελικά οικουμενικά συμβολικά χαρακτηριστικά, ελαφρώς grotesque και με στοιχεία που θυμίζουν κλασσικά κόμικς. Τον ενδιαφέρει τόσο ο μικρόκοσμος όσο και ο μακρόκοσμος, που τους συνθέτει με μοναδικό τρόπο και τους οργανώνει με κάθε λεπτομέρεια σαν θέατρο του παραλόγου. Τα πρώτα του έργα χαρακτηρίζονται από ένα horrorvacui που κάνει τις μορφές να ασφυκτιούν. Σταδιακά το κενό υπερισχύει με συνέπεια να αναδεικνύονται σαφέστερα οι μορφές και ο χώρος. Η ζωγραφική του δε γεννά ηρεμία γιατί δεν εφησυχάζει ούτε ο δημιουργός της. Η ένταση των συναισθημάτων του, η ζωντάνια και η διαρκής αναζήτηση είναι βασικά στοιχειά της προσωπικότητας αλλά και των έργων του. Ο Νίκου κάνει τέχνη για να προβληματίσει. Σαν εικαστικός Σπίλμπεργκ, κάνει με την πληθωρική του φαντασία και με τη σχεδιαστική του δεινότητα που αγγίζει τα όρια του φωτογραφικού ρεαλισμού, μας εμπλέκει σε δρώμενα ασυνήθιστα, υποβλητικά, υποκύπτοντας συχνά στον πειρασμό της παραμορφωτικής ανατομίας, που αποκτά όμως την ιδία στιγμή μια ιδιαίτερη μορφοπλαστική δυναμική.
Έτσι, τα σώματα αποβάλλουν το βάρος τους και εξερευνούν αφρόμορφους πλανήτες, λειώνουν και αλλοιώνονται, συγχωνεύονται και αποχωρίζονται, όπως και στην ερωτική πράξη, εκτελούν πτώσεις ή πετάγματα, συμμετέχουν σε σκηνές Κολάσεως, που μπορεί να καταλήγουν στον εξαγνισμό, αποδεικνύοντας την έντονη διάθεση του καλλιτέχνη να μετατρέψει την ισχύουσα κατάσταση. Η αποκάλυψη που τον απασχολεί είναι ουσιαστικά το προσωπικό του ξεγύμνωμα, το ξετύλιγμα της πολυσχιδούς φαντασίας του, των συναρπαστικών του μεταπτώσεων. Ο δρόμος για τη λύτρωση είναι η ίδια η ζωγραφική του. Ζωντανή και ενδιαφέρουσα όπως και ο δημιουργός, που ξέρει να τη μετουσιώνει σε ένα καθημερινό πανηγύρι χαράς. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες είναι τα τελευταία χρόνια οι ιστορικού περιεχομένου συνθέσεις του Νίκου, όχι μόνον για τις μουσειακές τους διαστάσεις και για την κινηματογραφική επεξεργασία του θέματος, αλλά κυρίως για τον διδακτικό τους χαρακτήρα και την έλλειψη προηγούμενου. Προσπάθησε να συμπληρώσει και όχι απλώς να εικονογραφήσει τις υπάρχουσες μαρτυρίες, αναπτύσσοντας στον καμβά του μεγάλες στιγμές της Ιστορίας μας, ανεκμετάλλευτες μέχρι σήμερα από την Tέχνη, όπως «Ή Άλωση της Κωνσταντινούπολης», « Ό Αλέξανδρος στα Γαυγάμηλα», « Θερμοπύλες».
Ο Νίκου δεν επικαλείται απλά την ασυνείδητή μας μνήμη, για να αποκαλύψει τα προσωπικά πάθη και τους φόβους του και έτσι να ταυτιστεί μαζί μας. Επιζητεί ταυτόχρονα και καλλιεργεί τη συνειδητή συμπόρευσή μας μέσα από τη γνώση και την έκτη αίσθηση. Η ζωγραφική του είναι ένα μυστήριο για τους μυημένους αλλά έχει και ελεύθερη είσοδο και για τους πολλούς, με ιέρεια – οδηγό το σχέδιο και την ίδια την Ιστορία. Είναι ένας σύγχρονος εκτελεστής του βαγκνερικού Gesamtkunstwerk, του καθολικού έργου Τέχνης, με θεατρική πλοκή και σκηνικό, με τις μορφές να κινούνται στους ήχους μιας μουσικής, που θα μπορούσε να επενδύσει κείμενα. Η εικαστική παρουσίαση του σε μεγάλες συνήθως διαστάσεις, για να δοθεί ακριβώς χώρος δράσης στη φαντασία, δεν υπερβαίνει τις δυνατότητες του θεατή – αναγνώστη καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται κομμάτι – κομμάτι, σα σε σελίδες βιβλίου, που πρέπει να τις κοιτάξει και να τις ξανακοιτάξει καταλήγοντας κάθε φορά σε άλλα συμπεράσματα.
Ο Νίκου δε θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικός Έλληνας ζωγράφος με την τρέχουσα έννοια που συνήθως συνδέεται με το ιδεολόγημα της ελληνικότητας. Είναι όμως σίγουρα πιστός στην παράδοση και την Ιστορία. Ένας Έλληνας του 21ου αιώνα. Η ιρλανδική του καταγωγή δένει μύθους και παραδόσεις σε ένα κοινό πολιτιστικό χάρτη, καθιστώντας το δημιουργό ένα πολίτη του κόσμου, όπως είναι κάθε γνήσιος Έλληνας, όπως είναι ο Οδυσσέας.