Σε μια εποχή που η αντι-ελληνοκεντρική, ψευδοπροοδευτική κυριαρχούσα τάση έχει ενοχοποιήσει τον πατριωτισμό ταυτίζοντάς τον, όλως αυθαιρέτως (και μάλιστα με φανατισμό φασιστικής υφής) με τον εθνικισμό, είναι παρήγορο να βλέπει κανείς καλλιτέχνες, που δεν διστάζουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να αναζητούν την έμπνευσή τους στην ελληνική μυθολογία και την ιστορία και να μη διστάζουν να την εκθέτουν. Ο Γιάννης Νίκου, ζωγράφος με διεθνείς περγαμηνές, εκθέτει αυτό τον καιρό στο πλαίσιο της έκθεσης «Θεοί και Ήρωες της ελληνικής μυθολογίας» ένα μικρό μέρος έργων του βασισμένων στην μυθολογία. (Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι και μυθολογίες άλλων χωρών έχουν εμπνεύσει κατά καιρούς τον Γ.Ν.-όπως, άλλωστε, και ιστορικά γεγονότα, που δεν έχουν σχέση με την Ελλάδα. βλπ. Μάχη του Βατερλώ κ.α.).
Το έργο του Νίκου, που δεν περιορίζεται, φυσικά, στον κύκλο της μυθολογίας και της ιστορίας, (ένα σημαντικό αριθμό έργων του μπορεί να βρει κανείς στο www.iannisnikou.gr) είναι και από μια άλλη άποψη ενδιαφέρον, καθώς δεν είναι πολλοί οι ζωγράφοι στις μέρες μας που δεν υπηρετούν μια τέχνη, που. όπως έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ «πωλείται από ανθρώπους χωρίς αρχές σε ανθρώπους που βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση.» Και ο μεν Καμύ το έλεγε αυτό αναφερόμενος στην αφηρημένη τέχνη και τους αμέτρητους ατάλαντους που κρύφτηκαν πίσω της. Σήμερα θα έφριττε από τους δρόμους που έχουν πάρει οι εικαστικές τέχνες. Είναι φανερό, ότι και για τη ζωγραφική, είναι ανάγκη πια να αναζητήσουμε το «χαμένο κέντρο» της, όπως θα ‘λεγε κι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, Και οι κριτικοί, εντός ή εκτός εισαγωγικών, ενώ θα ’πρεπε να το αναζητούν, αδιαφορούν και σέρνουν το χορό προς μονοπάτια που οδηγούν στην «μη Τέχνη» -στο βαθμό που επιμένουν, για λόγους που σχετίζονται με τα ευρύτερα συμφέροντά τους, την (αν)επάρκειά τους ή και την αδυναμία τους να πάνε κόντρα στο ρεύμα, να δικαιολογούν θεωρητικά κάθε ανοησία, που πλασάρεται ως μοντέρνα και πρωτοποριακή Τέχνη.
Το σπάσιμο της προσωδίας στην εικαστική γλώσσα (για να μείνουμε ακόμη στην ορολογία του Λορεντζάτου) επήλθε με τον φουτουρισμό και το νταντά και το «κέντρο» χάθηκε κάπου ανάμεσα στο φοβισμό και τον κυβισμό. Όχι ότι δεν υπήρξαν αξιόλογα και μεγάλα έργα μετά, αλλά η ζωγραφική δεν εξαντλείται σε ερεθιστικές διευθετήσεις χρώματος και φόρμας ή υλικών. ‘Όπως κι ο Σαλβαδόρ Νταλί έχει σημειώσει «το σχέδιο είναι η τιμιότητα της τέχνης. Δεν υπάρχει περίπτωση να εξαπατήσεις. Είναι καλό ή κακό.» Στην Ελλάδα, δυστυχώς, κριτικοί και προβεβλημένοι ζωγράφοι σ’ ένα κλίμα διαπλοκής (που δεν εξαντλείται, βέβαια, σ’ αυτούς τους δύο πόλους) μοιάζει να υπερασπίζονται ακόμη, για όλους τους λόγους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, μια πορεία προς την «μη -Τέχνη». Και να κρατούν ερμητικά κλειστό ένα σύστημα που έχει ευνοούμενους, συμφέροντα και, προ παντός, καλύπτει την απουσία ταλέντου ή γνώσης. Ο Γιάννης Νίκου έχει επιλέξει να μείνει έξω απ’ αυτό το σύστημα. Αν και έχει παρουσιάσει ως τώρα το έργο του σε πολλές εκθέσεις (ατομικές: Αθήνα, Θεσ/νίκη, Βρυξέλλες, Μιλάνο, Μπρέσια, Γένοβα, Ρώμη, Τορόντο – ομαδικές: Βασιλεία, Παρίσι, Σπολέττο, Τόντι, Ρώμη, Τορίνο, Σαβόνα, Μάλτα, Ν.Υόρκη, Τορόντο, Αμβέρσα και Λευκωσία), τις τελευταίες δεκαετίες ζει και διακονεί την τέχνη του μακριά από τις μεγάλες πόλεις και τες πολλές συνάφειες. Με πολλές διεθνείς διακρίσεις (η Νομαρχία της Umbria και το υπουργείο Τουρισμού, τον έχουν βραβεύσει για την δουλειά του, η Διεθνής Επιτροπή Τέχνης του Lugano του έχει απονείμει τον τίτλο του magister και περιλαμβάνει το έργο του στην ειδική έκδοση «Πρωταγωνιστές της Ιταλικής Τέχνης», έχει πάρει Βραβείο Σχεδίου στο πλαίσιο της VII Ευρωπαϊκής Biennale στην Ρώμη και ειδικό βραβείο από την Unicef στη Γένοβα) ο Νίκου, μαθητής του Γ. Μαυροϊδη και του Γ. Μόραλη, έχει χαράξει ένα δικό του δρόμο.
Έχει ενσωματώσει στην τέχνη του όλη την ιστορία της ζωγραφικής από τον μανιερισμό και μετά. Κινείται τεχνικά και σχεδιαστικά, αλλά και θεματικά, σ’ αυτό που ο Giorgio Vasari περιέγραφε ως «φινέτσα και επινοητικό πλούτο (invenzione), που εκφράζονται με τεχνική δεξιοτεχνία και πνεύμα και μελέτη που αποτυπώνονται στο τελικό έργο». (Giorgio Vasari: Le Vite de’ più eccellenti pittori, scultori, ed architettori.) Δεν θα μπορούσε κανείς να βάλει ετικέτα στη ζωγραφική του Γ.Νίκου καθώς κάθε φορά προσαρμόζει ή επιλέγει την τεχνική του με βάση το θέμα, ή, ακριβέστερα, προσαρμόζει την τεχνική του στην έμπνευση που του προκαλεί το εκάστοτε θέμα του. Νεοκλασσικιστής με στοιχεία μπαρόκ στα ιστορικά ή μυθολογικά του έργα, επίγονος του Πάολο Βερονέζε στις πολυπρόσωπες συνθέσεις του, θαυμαστής του Ι. Μπος στις εφιαλτικές συλλήψεις του και, βέβαια, σουρεαλιστής κατά τον τρόπο που και ο Ο. Ελύτης σχετιζόταν μ’ αυτό το κίνημα. Ο ίδιος μιλά για τις επιρροές πάνω-του του μαγικού ρεαλισμού. Πρόκειται όμως για έναν ρεαλισμό, μια οκτάβα κάτω από το πραγματικό και μια μαγεία που ξεπηδά από τη δεξιοτεχνία του Νίκου στο σχέδιο, στο χρώμα και τη σύνθεση. Αν επιχειρούσε κανείς να συγκεφαλαιώσει τη θεματολογία και τα στυλιστικά στοιχεία στο έργο του Γιάννη Νίκου θα ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει για την αναζήτηση εκ μέρους του μιας διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό, και ανάμεσα στον μανιερισμό της ύστερης Αναγέννησης και τον σουρρεαλισμό (εντονότερο και πιο «καθαρό» στα πρώιμα έργα του).