Μια ανάλυση του έργου του Γιάννη Νίκου, ξεκινώντας απ’τον πυρήνα του «υπερ-ρεαλιστικού» της ζωγραφικής του φαντασίας, επιβεβαιώνει ότι ακόμα και έργα δημιουργημένα με χρονική διαφορά μεταξύ τους έχουν κοινό το στοιχείο της ταυτόσημης αντίληψης μυστηρίου, μοναξιάς και κατάπληξης που’ρχονται απ’τον «Άλλο Κόσμο». Αυτός ο «Άλλος Κόσμος» δεν μοιάζει να ανατρέχει, όπως συμβαίνει στο σουρρεαλισμό, στους στίβους της ονειρικής αναζήτησης, ήδη ερευνημένης, από την ψυχανάλυση: εξάλλου, η συμβολική του Νίκου αφορά περισσότερο στην ολική δομή κάθε πίνακα παρά σε κάποια επιμέρους λεπτομέρεια.
Οι πολιτιστικές σταθερές του έργου του Νίκου, αφού σε τελική ανάλυση περί του καθορισμού τους πρόκειται, είναι διαφορετικές, πιο παλιές, πιο κλασικές. Ίσως ο τελευταίος αυτός χαρακτηρισμός ξενίζει: πώς συμβιβάζεται το κλασικό, σ’αυτή τη ζωγραφική, με τα μελλοντολογικά πετάγματα: Πράγματι, αν το στίγμα του Νίκου βρίσκεται συχνά στο μυστήριο της υπέρβασης κάθε μανιερισμού (ή στο περίτεχνα δουλεμένο pastiche τεχνοτροπιών, διαφόρων προελεύσεων, που τις αναδημιουργεί μέσ’από ένα κώδικα ωμά εκφραστικό), η ολοκληρωμένη πλαστικότητα ορισμένων μορφών και δομών, εξηρμένη από το αναμφισβήτητης ποιότητας σχέδιο, μας προτείνει με μια δύναμη γεμάτη μυς και σάρκα, ισορροπίες εκκίνησης, που στη συνέχεια μεταλλάσσονται και ανατρέπονται, αλλά ταυτόχρονα, είναι φορείς ενός σκεπτικού ομορφιάς, ολύμπια γαλήνιου, κρυστάλλινου.
Ίσως ακριβώς επειδή υπάρχει το διάμεσο αυτού του μέτρου του κλασικού, που όμως διαλέγεται και τολμάει μέσ’από μια πλουσιότατη γλωσσική αναδημιουργία, ακόμα και η πιο έκδηλα ερωτική φαντασία του Νίκου ανήκει σε μιαν απεραντοσύνη αρχέγονης, διονυσιακής ενέργειας, και δε δημιουργεί νοσηρά σενάρια και ανησυχητικές ατμόσφαιρες. Στιγματισμένος από κλασική ευαισθησία, κι όμως τόσο «αποκλίνων», με άγρια αποφασιστικότητα, σε μια διαλεκτική γεμάτη ονειρική παραμόρφωση και μεγαλείο, ο Νίκου κοιτάζει χαρακτηριστικότερα, στον « Μοντέρνο Κύκλο » του, τις πιθανές διευρύνσεις ενός εκπληκτικού διαστήματος-σώματος καταγραμμένου σε μια διάσταση υγρής ρευστότητας: είναι η επίκληση (ακόμα και μέσα από τη χρωματική αναταξινόμηση: μερικοί τόνοι πιο θερμοί, όπως τα έντονα κόκκινα, ολοκληρώνουν το συνηθισμένο χρώμα της σάρκας και ταυτόχρονα απομακρύνουν απ’αυτό) ενός θαύματος σύλληψης, που σε μεταφέρει την ώρα εκείνη σε μια κατάσταση ονείρου και στις ψυχικές καταστάσεις που το ορίζουν.
Σ’αυτό το σημείο, λαμβάνοντας υπόψη την οπτική πολλών «ελεύθερων συνειρμών» του Νίκου, ξαναβλέποντας την ποικιλία των συμβόλων που βρίσκονται στους ιδιαίτερης σύνθεσης πίνακές του, θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε ενδελεχέστερα την όχι κοινότυπη αρμονία μεταξύ της ζωγραφικής του διαδικασίας και της ποικιλόχρωμης περιγραφής του ονειρικού πλανήτη, που πολλούς αιώνες πριν, ο Έλληνας Λουκιανός παρουσίαζε στην «Αληθινή Ιστορία»: «τα όνειρα δεν είχαν όλα την ίδια μορφή και φύση… άλλα είχαν μεγάλη διάρκεια κι ήταν όμορφα κι ευχάριστα κι άλλα ήταν βίαια, σύντομα, δυσάρεστα. Άλλα ήταν φωτεινά, άλλα ασήμαντα. Υπήρχαν ακόμα όνειρα μαγικά, «φτερωτά», κι άλλα, θα λέγαμε, με φορεσιά γιορτινή. Άλλα βασιλικά, θεϊκά και πολλά ακόμη με ανάλογες με την περίπτωση μορφές…». Έτσι λοιπόν, κι ο Γιάννης Νίκου, δημιουργεί όνειρα, «κοινά για όλους μας», στο όνομα της Τέχνης.